κορνικουλάριος

κορνικουλάριος
κορνικουλάριος, , = Lat.
A cornicularius, CIG4453 ([place name] Syria): written

κορνουκλάριος Sammelb.6221

(ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορνικουλάριος — και κορνιουκλάριος, ὁ (Α) 1. στρατιώτης που έλαβε ως βραβείο ένα κερατοειδές κόσμημα τού κράνους και προήχθη σε ανώτερη τάξη 2. πάρεδρος, βοηθός, γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornicularius (< corniculum, υποκορ. τού cornu «κέρας»)] …   Dictionary of Greek

  • κορνικουλάριος — cornicularius masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορνικουλαρίου — κορνικουλάριος cornicularius masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορνικουλαρίῳ — κορνικουλάριος cornicularius masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορνικουλάριον — κορνικουλάριος cornicularius masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”